πίστωσηή πίστη

πίστωσηή πίστη
Πράξη ανταλλαγής οικονομικών αγαθών μεταξύ δύο προσώπων, που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι η προσφορά του ενός δεν είναι ταυτόχρονη με την προσφορά του άλλου. Η π. είναι λοιπόν η ανταλλαγή ενός σημερινού αγαθού έναντι ενός μέλλοντος αγαθού ή, με άλλα λόγια, η ανταλλαγή ενός διαθέσιμου αγαθού έναντι της υπόσχεσης μιας μελλοντικής αντιπροσφοράς. Αντικείμενο π. μπορεί να είναι οποιοδήποτε αγαθό, έστω και φθαρτό: αν οι δύο προσφορές είχαν ως αντικείμενο το ίδιο πράγμα, που πρώτα θα δινόταν κι έπειτα θα επιστρεφόταν, θα είχαμε μόνο προσωρινή παραχώρηση της χρήσης του (όπως συμβαίνει στις συμβάσεις ενοικίασης, χρησιδανείου κλπ.). Ανάλογα με τη φύση των αγαθών που ανταλλάσσονται, μπορεί να έχουμε π. σε είδος (που γινόταν κυρίως στην αρχαιότητα) ή σε χρήμα. Στη δεύτερη περίπτωση, συνήθη σήμερα, το αντικείμενο της μιας από τις δυο προσφορές είναι ένα χρηματικό ποσό (όπως στην αγοραπωλησία με πληρωμή αργότερα) ή και των δύο (όπως στο δάνειο, που είναι η πιο κλασική μορφή πίστωσης). Επειδή δεν συμπίπτουν χρονικά οι δυο προσφορές, εκείνος που προσφέρει, εκτός του ότι παύει για μια χρονική περίοδο (της οποίας η διάρκεια μπορεί να είναι καθορισμένη ή ακαθόριστη) να έχει στη διάθεση του ένα στοιχείο της περιουσίας του, διατρέχει τον κίνδυνο στο τέλος της προθεσμίας ο αντισυμβαλλόμενος του να μη θέλει ή να μην είναι σε θέση να εκτελέσει την υπόσχεση της αντιπαροχής. Για την αντιμετώπιση αυτών των κινδύνων ο οφειλέτης υποχρεώνεται να προσφέρει εγγύηση, που μπορεί να συνίσταται στην εμπιστοσύνη που εμπνέει το πρόσωπο του ή το πρόσωπο κάποιου τρίτου (προσωπική π.) ή στην παραχώρηση ενός δικαιώματος πάνω σε ένα πράγμα (εμπράγματη π.). Ως ανταμοιβή για την παραίτηση από την κατοχή ενός στοιχείου της περιουσίας και για την αποδοχή του κινδύνου, συμφωνείται συνήθως (ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, καθορίζεται από τον νόμο) το δικαίωμα για μια ανταμοιβή υπέρ του δανειστή, που λέγεται τόκος και που είναι η τιμή για τη χρήση ξένης περιουσίας (ή, ορθότερα, για την παραχώρηση της κατοχής του περιουσιακού στοιχείου). Η π. μπορεί να δοθεί από τον προσφέροντα στον ωφελούμενο άμεσα (άμεση π.) ή με τη μεσολάβηση ενός μεσάζοντα, που κατ’ επάγγελμα συγκεντρώνει από αναρίθμητα άλλα άτομα τη διαθέσιμη π. –γινόμενος οφειλέτης έναντι εκείνων που την προσφέρουν– και τη διανέμει με δικό του κίνδυνο σεκείνους που τη ζητούν (έμμεση π.). Κύριοι μεσάζοντες αυτού του τύπου είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Η ανάπτυξη της π., που έγινε δυνατή με την τραπεζική μεσολάβηση, ήταν ένας από τους συντελεστές της ριζικής αυτής οικονομικής μεταβολής του νεότερου κόσμου που έμεινε γνωστή με το όνομα βιομηχανική επανάσταση. Αν και είχε από τον 14o αι. σημαντική ανάπτυξη στην Ιταλία και στις Κάτω Χώρες, η π. εξακολουθούσε να είναι, την εποχή εκείνη, καθαρά ιδιωτική υπόθεση, που ρυθμιζόταν από στοιχειώδη νομικά όργανα. Με την εμφάνιση και τη σταθεροποίηση των μεγάλων τραπεζικών ιδρυμάτων έγινε μάλιστα δυνατή η συγκέντρωση, με σκοπό την παραγωγική επένδυση, μεγάλων ποσοτήτων χρήματος, που η παλιά συνήθεια του αποθησαυρισμού θα άφηνε αχρησιμοποίητες, και η διάθεση στις επιχειρήσεις ποσών πολύ μεγαλύτερων από εκείνα που μπορούσαν να προσφέρουν οι παλιοί αποταμιευτές. Οι τράπεζες, διατηρώντας σχέσεις πιστωτή και οφειλέτη με μεγάλο αριθμό προσώπων, είναι σε θέση να αναλάβουν τον κίνδυνο της αδυναμίας πληρωμής κάποιου οφειλέτη, καλύπτοντας το κόστος με τα κέρδη που έχουν συγκεντρώσει από το σύνολο των πιστωτικών πράξεων τους. Ανάλογα με τον προορισμό για τον οποίο τη χρησιμοποιεί ο δανειζόμενος, η π. μπορεί να είναι καταναλωτική, όταν επιτρέπει τη γρηγορότερη απόκτηση αγαθών από τους καταναλωτές, ή παραγωγική –που παρέχεται συνήθως σε επιχειρηματίες– όταν χρησιμεύει για τη χρηματοδότηση μιας παραγωγικής δραστηριότητας, μετατρεπόμενη σε κεφάλαιο. Η καταναλωτική π. είχε σημασία κυρίως στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα. Στη νεότερη εποχή η χρησιμοποίηση στην παραγωγή διαρκώς μεγαλύτερων ποσοτήτων κεφαλαίων έδωσε στην παραγωγική π. (εμπορική και βιομηχανική π.) διαρκώς ουσιαστικότερη σημασία, περιορίζοντας την καταναλωτική π. σε τελείως δευτερεύουσα θέση. Σήμερα, όμως, η τελευταία ανέκτησε τη σημασία της, στις πιο αναπτυγμένες χώρες, με τη διάδοση των πωλήσεων με δόσεις καταναλωτικών ειδών διάρκειας (αυτοκινήτων, ψυγείων κλπ.). Σχετικά με το χρόνο της εξόφλησης, η π. μπορεί να είναι βραχυπρόθεσμη, μεσοπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη. Η προσφορά βραχυπρόθεσμων π. (λιγότερο από ένα έτος) αποτελείται από τα διαθέσιμα χρήματα, που, επειδή δεν συμπίπτουν ακριβώς χρονολογικά η είσπραξη και η δαπάνη τους, έχουν προσωρινά στη διάθεση τους τα άτομα ή οι επιχειρήσεις (π.χ. ο μισθός που κατατίθεται στο τέλος του μήνα στην τράπεζα για να αποσυρθεί σιγά-σιγά μέσα στον επόμενο μήνα). Ωφελούμενοι από αυτόν τον τύπο π. είναι οι βιομήχανοι, που χρειάζονται χρήματα για κεφάλαια κίνησης, αγορά πρώτων υλών και πληρωμή ημερομισθίων (π. χρήσης), οι έμποροι, που θέλουν να διευρύνουν, με την αγορά και πώληση με π., τον κύκλο των εργασιών τους (εμπορική π.), καθώς και χρηματιστές για τις πράξεις επί προθεσμία. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγωγική χρησιμοποίηση της π. επιτρέπει τις επενδύσεις στο λεγόμενο κυκλοφορούν κεφάλαιο, που ξαναγυρίζει γρήγορα, για να μετατραπεί σε χρήμα, επιτρέποντας τη γρήγορη εξόφληση της ίδιας της πίστωσης. Η προσφορά και η ζήτηση βραχυπρόθεσμων πιστώσεων αποτελούν τη λεγόμενη αγορά χρήματος, όργανα της οποίας είναι η εκδοτική τράπεζα και οι εμπορικές τράπεζες. Κύρια μέσα της βραχυπρόθεσμης π. είναι το άνοιγμα π. τρεχούμενου λογαριασμού (για κεφάλαιο κίνησης) και η συναλλαγματική (για την εμπορική π.). Η θεμελιώδης σημασία, στην αγορά χρήματος, της προεξόφλησης των εμπορικών συναλλαγματικών από τις τράπεζες, έχει ως αποτέλεσμα ότι το επιτόκιο που χρησιμοποιείται σε αυτήν την αγορά ονομάζεται προεξοφλητικό επιτόκιο. Αλλά η παραγωγική διαδικασία δεν χρειάζεται μόνο κυκλοφορούν κεφάλαιο: η τεχνική πρόοδος έκανε απαραίτητες όλο και μεγαλύτερες επενδύσεις σε πάγια κεφάλαια (βιομηχανικές εγκαταστάσεις, ακίνητα, πλοία, αυτοκινητόδρομους κλπ.), η συμβολή των οποίων στην παραγωγή δεν εξαντλείται (όπως των πρώτων υλών και της εργασίας) σε ένα μόνο παραγωγικό κύκλο, αλλά σε μια αρκετά μακρά περίοδο και των οποίων το κόστος εξοφλείται μόνο σιγά-σιγά, με την απόσβεση, από το προϊόν της παραγωγής. Μόνο μια μακροπρόθεσμη π. (10, 20, 30 ετών) μπορεί επομένως να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση αυτών των πάγιων επενδύσεων. Επομένως η προσφορά μακροπρόθεσμων π. μπορεί να τροφοδοτηθεί μόνο από την πραγματική αποταμίευση, δηλαδή από τα ποσά που διαθέτει το κοινό για τοποθέτηση διάρκειας, με σκοπό το σχηματισμό περιουσίας και την εξασφάλιση σταθερού εισοδήματος. Η ζήτηση μακροπρόθεσμης π. γίνεται κυρίως από τις βιομηχανικές επιχειρήσεις, από το κράτος (όταν χρηματοδοτεί δημόσια έργα με δάνειο), από τη γεωργία (για εγγειοβελτιωτικά έργα), κλπ. Για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων σε πάγια κεφάλαια, όπως οι μηχανές, που έχουν συντομότερη ζωή, εφαρμόζεται η μεσοπρόθεσμη π. (γύρω στα 5 έτη). Η ζήτηση και η προσφορά της μακροπρόθεσμης και της μεσοπρόθεσμης π. αποτελούν τη λεγόμενη «αγορά κεφαλαίου» της οποίας κύρια όργανα είναι το λεγόμενο χρηματιστήριο αξιών και τα λεγόμενα βιομηχανικά και κτηματικά πιστωτικά ιδρύματα. Κύρια μέσα με τα οποία χρηματοδοτείται η αγορά κεφαλαίου π. είναι η εταιρεία και η ομολογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”